- μεθίημι
- μεθίημι (Α)1. αφήνω, απολύω κάτι δεμένο ή χαλαρώνω κάτι τεντωμένο2. λύνω, αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω αιχμάλωτο («εἰ μὲν γὰρ κέ σε νῡν ἀπολύσομεν ἠὲ μεθῶμεν», Ομ. Ιλ.)3. (για γυναίκα) διώχνω, αποπέμπω («ταύτην τε κελεύεις μετέντα θυγατέρα τὴν σεωυτοῡ γῆμαι;», Ηρόδ.)4. (με αιτ. και απρμφ.) αφήνω κάποιον ελεύθερο να πράξει όπως θέλει, επιτρέπω («μεθιῶ δὴ τὰς ξυμπάσας ῥεῑν εἰς τὴν τῆς Ὁμήρου», Πλάτ.)5. αφήνω κάτι να πέσει, ρίχνω («καὶ τὸ μὲν ἐς ποταμὸν ἀλιμυρήεντα μεθῆκεν», Ομ. Οδ.)6. (σχετικά με υγρά) αφήνω να ρεύσει ή να στάξει («μετιέναι πολλὰ τῶν δακρύων», Ηρόδ.)7. (για ακόντια και βέλη) ρίχνω, εκτοξεύω8. κατεβάζω τις αιχμές τών ακοντίων σε ένδειξη τιμής («οἱ δὲ ἀκούσαντες τούτων μετῆκαν οἱ τὰς αἰχμάς», Ηρόδ.)9. μπήγω, εμβάλλω, βυθίζω κάτι σε κάποιον («εἰς γυναῑκα σωφρονεστέραν ξίφος μεθεῑμεν», Ευρ.)10. απαλλάσσω, ανακουφίζω, ελευθερώνω («κῆρ ἄχεος μεθέηκα», Ομ. Ιλ.)11. φέρω, εισάγω («εἰ μέλλει τὸ τῶν νομοφυλάκων δεῑγμα εἰς τὰς ἄλλας μεθήσειν πόλεις», Πλάτ.)12. θέτω κατά μέρος, παραμελώ, απορρίπτω («μετιεῑσι τὸ βεβουλευμένον», Ηρόδ.)13. συγχωρώ σφάλμα σε κάποιον («Ἀθηναίοισι τὰς ἁμαρτάδας τὰς ἐξ ἐκείνων ἐς ἐμὲ γενομένας πάσας μετίημι», Ηρόδ.)14. πληρώνω οφειλή, αποτίνω, ξεπληρώνω15. παραχωρώ, παραδίδω («καὶ δὴ αὖτε μεθίεμεν Ἕκτωρι νίκην Πριαμίδῃ», Ομ. Ιλ.)16. χαλαρώνω τις ενέργειές μου, αποχωρώ, ενδίδω17. (ιδίως σε μάχη) είμαι νωθρός, αμβλύς, αμελής, οκνηρός («ὀτρύνεις δὲ καὶ ἄλλον ὅθι μετιέντα ἴδηαι», Ομ. Ιλ.)18. αμελώ να πράξω κάτι («οἱ ἵπποι μετίεντες τὰς νομὰς νέμεσθαι», Ηρόδ.)19. (με γεν.) α. εγκαταλείπωβ. σταματώ να κάνω κάτι, απέχω από κάτι, παύω («μεθιέντα... στυγερού πολέμου», Ομ. Ιλ.)20. (το μέσ.) μεθίεμαια) απαλλάσσομαι, απελευθερώνομαι, απομακρύνομαι ή ξεκολλώ από κάπου («ὠς τῆσδ' ἑκοῡσα παιδὸς οὐ μεθήσομαι», Ευρ.)β) αφήνομαι ελεύθερος να φύγωγ) μτφ. αφήνω, εγκαταλείπω («εἴ με μεθείη ῥῑγος», Ομ. Οδ.)21. φρ. α) «μεθίημι βλαστόν» — αναδίδω βλαστό, βγάζω βλαστάρι, βλαστάνω («πίτυς μούνη δενδρέων πάντων ἐκκοπεῑσα βλαστὸν οὐδένα μετίει», Ηρόδ.)β) «μεθίημι γλῶσσαν» — λαλώ, μιλώ («γλῶσσαν Περσίδα μετείς», Ηρόδ.)γ) «μεθίημι ψυχήν» — παραδίδω το πνεῡμα, πεθαίνω, ξεψυχώ («χρόνῳ δ' ἀπέστη καὶ μεθῆχ' ὁ δύσμορος ψυχήν», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἵημι].
Dictionary of Greek. 2013.